ρέκτης

Greek Monolingual

ῥέκτης, ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥέκτας Α ῥέζω (Ι)]
δραστήριος, ενεργητικός, δημιουργικόςἄλλως μὲν οὐκ ὄντα ῥέκτην οὐδὲ θαρραλέον»)
αρχ.
ιερεύς.

Mantoulidis Etymological

(=δραστήριος). Ἀπό τό ρέζω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.