ρέζω
Greek Monolingual
(I)
και δωρ. και βοιωτ. τ. ῥέδδω Α
1. πράττω, διαπράττω, κατορθώνω (α. «ὅσ' ἄν πεπνυμένος ἀνὴρ εἴποι καὶ ῥέζειε», Ομ. Οδ.
β. «οὐδέν σε ῥέξω κακά», Ομ. Ιλ.
γ. «ἡ πόλις ἡμᾶς οὐ καλῶς ἔρρεξε», Πλάτ.)
2. τελώ θυσία, θυσιάζω («ῥέζουσι ἑκατόμβας ἀθανάτοις», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥέζω έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα wrg- της ρίζας werg- της λ. ἔργον (βλ. λ. έργο) με επίθημα -j. Ο τ. wrg-jω θα έδινε είτε Fράζω, είτε Fρόζω (με διαφορετική αντιπροσώπευση της συνεσταλμένης βαθμίδας, πρβλ. τον ρηματ. τ. της Μυκηναϊκής wozo- = Fόρζω), απ' όπου προήλθε το ρ. ῥέζω με φωνηεντισμό -ε- αναλογικά προς το ἔργον. Κατ' άλλη άποψη, το ρ. ῥέζω ανάγεται σε τ. wreg- της ρίζας, ο οποίος έχει προέλθει από την απαθή βαθμίδα werg- με μετάθεση τών φθόγγων (πρβλ. και λ. έρδω)].
(II)
Α
δωρ. βάφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ., η οποία, κατά την επικρατέστερη άποψη, πρέπει να ανάγεται σε μια ΙΕ ρίζα reg- «βάφω» και να συνδέεται με τα αρχ. ινδ.: rǻjyati «βάφομαι, κοκκινίζω» και rāga- «χρωματισμός, χρώμα». Προβλήματα, ωστόσο, γεννά η απουσία του αναμενόμενου προθεματικού φωνήεντος, το οποίο απαντά συνήθως σε ελλ. λ. που προέρχονται από ΙΕ ρίζες που αρχίζουν από r- χωρίς αρκτικό F- ή s- (πρβλ. ἐρυθρός < ρίζα rubh-, ἐ-ρέφω < ρίζα rebh-). Παρόμοια απόδοση του αρκτικού r- με ῥ- (χωρίς προθεματικό) παρατηρείται πολλές φορές σε κάποιες νεώτερες και συνήθως δάνειες λ. (πρβλ. αιγυπτιακό ῥώψ, λατ. Ῥώμη, ῥάφανος) καθώς και σε ορισμένους τ. που ανάγονται σε ονοματοποιία (πρβλ. ῥάζω, επιφώνημα ῥυππαπαί)].
Mantoulidis Etymological
(=κάνω κάτι). Ἀπό ρίζα ϝρεγ=ϝεργ τοῦ ἔργω, ὥστε εἶναι τό ρέζω ποιητ. τύπος τοῦ ἔργω. Θέμα εργ → μέ μετάθεση τοῦ φθόγγου → ρεγ+jω → ρέζω.
Παράγωγα: ρεκτήρ, ρέκτειρα, ρέκτης (=δραστήριος), ρεκτήριος.