Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ρήκτης
Greek Monolingual
ο / ῥήκτης, ΝΑ (για σεισμό) αυτός που επιφέρει στη γη ρήγματα νεοελλ. ρηκτική οβίδα. [ΕΤΥΜΟΛ.< απαθή βαθμίδαῥηγ- του ῥήγνυμι+επίθημα -της. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].