ρήσσω

Greek Monolingual

(I)
και αττ. τ. ρήττω Α
ιων. τ. ρήγνυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το θ. ῥηκ- του αορ. ἔρρηξα του ῥήγνυμι, με επίθημα - (ρήκ- > ρήσσω), πρβλ. πήγνυμι: πήσσω.
(II)
Α
ιων. τ. βλ. ῥάσσω.