ραβδιστήρα

Greek Monolingual

η, Ν
είδος μακριού ραβδιού που χρησιμοποιείται για το ράβδισμα τών καρπών τών δέντρων και ιδίως τών ελιών, τών καρυδιών και τών αμυγδαλιών, αλλ. ραβδιστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ραβδίζω + επίθημα -τήρ(α) (πρβλ. βαφτιστήρα, ποτιστήρα)].