η, Ν(τηλεπικοιν.) σύστημα ζεύξης δύο τηλεφωνικών συσκευών με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, αλλ. ασύρματη τηλεφωνία.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiotelephony (< λατ. radius «ακτίνα» + τηλεφωνία)].