ραμνίδες

Greek Monolingual

οι, Ν
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhamnaceae (< ῥάμνος)].