ῥάμνος

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάμνος Medium diacritics: ῥάμνος Low diacritics: ράμνος Capitals: ΡΑΜΝΟΣ
Transliteration A: rhámnos Transliteration B: rhamnos Transliteration C: ramnos Beta Code: r(a/mnos

English (LSJ)

ἡ, name of various prickly shrubs, Eup.14.5, Theoc.4.57, 21.36, Plb.12.2.2, IG14.352 ii 32 (Halaesa); Box-thorn, Lycium europaeum, Dsc.1.90, Paus.3.14.7; ῥ. λευκή (λευκοτέρα Dsc. l.c.) Stone buckthorn, Rhamnus graeca, Thphr. HP 3.18.2; ῥ. μέλαινα Black buckthorn, R. oleoides, ibid.

German (Pape)

[Seite 833] ἡ, eine Art Dornstrauch, Eupolis bei Plut. Symp. 4, 1, 3; auch παλίουρος genannt, Theophr., Diosc., Nic. Th. 631.

Russian (Dvoretsky)

ῥάμνος:Eupolis ap. Plut. = παλίουρος.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάμνος: ἡ, εἶδος ἀκανθώδους θάμνου, = παλίουρος, «παλιουριά», Rhamnus paliurus, Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 1. 5· ὁ Θεόφραστ. μνημονεύει δύο εἴδη ῥάμνου, λευκὴν καὶ μέλαιναν, π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 2· ὁ Διοσκ. 1. 119, τρία εἴδη.

Spanish

espino

Greek Monolingual

ο / ῥάμνος, η, ΝΜΑ
(σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ραμνώδη και περιλαμβάνει 150 περίπου είδη μικρών δέντρων ή θάμνων τών εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία είναι γνωστά στην Ελλάδα με τις κοινές, σήμερα, ονομασίες τα εξής: λιβαδόραμνος, βουρβουλιά, λευκαγκαθιά, κιτρινόξυλο, λατσιχεριά, πετραγκαθιά, βουνόραμνος, ράμνος του Παρνασού, μαυραγκαθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ῥάμνος (πιθ. < ῥάβνος) έχει, κατά μια άποψη, σχηματιστεί από το θ. ῥαδ- της λ. ῥάβδος (βλ. λ. ράβδος) με επίθημα -νος ίσως κατ' αναλογία προς το θάμ-νος. Είναι, όμως, πιθανό να πρόκειται για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. rhamnus].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: briar, rhamnus (Eup., hell. a. late).
Derivatives: From it `Ραμνοῦς, -οῦντος m. n. of an Att. demos with -ούσιος (Att.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: May stand for *ῥάβνος and so belong with ῥάβδος a. cognates, s.v. w. lit.; the ν-suffix as in (or: after) θάμνος. Further combinations s. also Bq; cf. also ῥαδινός and ῥέμβομαι. -- Quite possibly a Pre-Greek word.

Frisk Etymology German

ῥάμνος: {rhámnos}
Grammar: f.
Meaning: Dornstrauch, Rhamnus (Eup., hell. u. sp.).
Derivative: Davon Ῥαμνοῦς, -οῦντος m. N. eines att. Demos mit -ούσιος (att.).
Etymology : Kann für *ῥάβνος stehen und somit zu ῥάβδος u. Verw. gehören, s.d. m. Lit.; das ν-Suffix nach θάμνος. Über weitere, ganz entlegene Kombinationen s. auch Bq; vgl. noch ῥαδινός und ῥέμβομαι.
Page 2,641

Léxico de magia

ἡ bot. espino ὥρᾳ πέμπτῃ ... γεννᾷς δένδρον ῥάμνον, λίθον μάγνητα en la hora quinta engendras un espino, una piedra imán (ref. al sol según las horas) P III 512 oculto bajo un nombre secreto ὀστοῦν ἴβεως· ῥ. ἐστίν hueso de ibis es un espino P XII 411