Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ραμνώδης
Greek Monolingual
-ες, Ν (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ραμνώδη βοτ.τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 1.550 περίπου είδη τών τροπικών και εύκρατων περιοχών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhamnales (<ῥάμνος)].