ραφινάρω

Greek Monolingual

Ν
1. (για ουσίες όπως τα έλαια, η ζάχαρη κ.ά.) καθαρίζω από προσμίξεις και ακαθαρσίες, διυλίζω, φιλτράρω
2. μτφ. εκλεπτύνω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ραφιναρισμένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει υποστεί ραφινάρισμα, φιλτράρισμα, φιλτραρισμένος
β) μτφ. εκλεπτυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. raffinare «καθαρίζω, εκλεπτύνω» < re- + affinare (< fino «λεπτός»)].