ρεζίλι

Greek Monolingual

το, Ν
1. γελοιοποίηση, εξευτελισμός
2. φρ. α) «τον έκανα ρεζίλι» — τον γελοιοποίησα
β) «γίναμε ρεζίλι» — γελοιοποιηθήκαμε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. rezil].