ρηγμάτωση

Greek Monolingual

η, Ν
τεχνολ.
1. δημιουργία ρωγμών σε ένα στερεό σώμα που υποβάλλεται σε καταπόνηση ανώτερη από τα όρια ελαστικότητας και πλαστικότητάς του
2. φρ. «ρηγμάτωση κοπώσεως» — ρηγμάτωση που οφείλεται σε μικρή αλλά συχνά επαναλαμβανόμενη καταπόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρήγμα, -ατος + κατάλ. -ωση. Η λ. ως επιστημον. όρος της ΝΕ αποτελεί απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. fracture)].