και ῥηχμός, ὁ, Α1. ρήγμα, χάσμα2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥηγμίν».[ΕΤΥΜΟΛ. < απαθή βαθμίδα ῥηγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -μός].