ρηξίφλοιος

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει σπασμένο φλοιό
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ῥηξίφλοια
ῥήξαντα τὸν φλοῦν, οἷον κάρυα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ρήγνυμι) + φλοιός.