ριζίδιο
Greek Monolingual
το, Ν
(υποκορ. του ρίζα)
1. βοτ. α) μικρή ή λεπτή ρίζα
β) ο ένας πόλος του φυτικού εμβρύου από τον οποίο θα σχηματιστεί η ρίζα του νέου φυτού
2. ανατ. λεπτή ρίζα τών νεύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα + υποκορ. κατάλ. -ίδιο. Η λ. με τη βοτ. της σημ. είναι απόδοση στην ελλ. του αγγλ. radicle (< λατ. radicula, υποκορ. του radix, -icis «ρίζα»)].