ριζοπαγής

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που είναι στερεά ριζωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -παγής (< θ. παγ-, πρβλ. αόρ. ἐπάγην του πήγνυμι), πρβλ. προσωποπαγής].