-ές, ΜΑαυτός που είναι στερεά ριζωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -παγής (< θ. παγ-, πρβλ. αόρ. ἐπάγην του πήγνυμι), πρβλ. προσωποπαγής].