Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ριζοφυής
Greek Monolingual
-ές / ῥιζοφυής, -ές, ΝΑ (για φυτό) 1. αυτός που βγάζει, που πετάει ρίζες 2. αυτός που φυτρώνει από ρίζα. [ΕΤΥΜΟΛ.<ῥίζα+ -φυής (<φύομαι, μέσω ενός ον. φύος), πρβλ. τριχοφυής].