ριζωνυχία

Greek Monolingual

ή, Α
η ρίζα του νυχιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -ωνυχία (< -ώνυχος < ὄνυξ, -υχος), πρβλ. ακρ-ωνυχία. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].