ρινίο

Greek Monolingual

το / ῥινίον, ΝΑ ῥίς, ῥινός
νεοελλ.
το ρινικό σημείο
αρχ.
1. μυτούλα
2. πληθ. τὰ ῥινία
τα ρουθούνια.