ριψολογώ

Greek Monolingual

-έω, Α
μιλώ ανόητα και απερίσκεπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (με θεματικό φωνήεν -ο-) < ῥίπτω + -λογῶ].