-ή, -όν, Αβλ. ῥαδινός.
(=τρυφερός, ἁπαλός). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα ραδμέ τίς λέξεις: ροδάνη (=κλωστή), ραδάνη, ραδινός (=ἁπαλός), ροδαλός, ράδαμνος (=ἁπαλό βλαστάρι), ράδιξ (=κλαδί), ρίζα, ἴσως καί τό ρόδον.