ροδόδενδρο
Greek Monolingual
το / ῥοδόδενδρον, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ερεικίδες της τάξης ερεικώδη, το οποίο περιλαμβάνει ώς και 1.200 είδη αείφυλλων και φυλλοβόλων θάμνων και λίγων δένδρων, με εντυπωσιακά άνθη και ωραία φύλλα
αρχ.
η ροδοδάφνη, η πικροδάφνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + δένδρον. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. rhododendron].