ροδόπηχυς

Greek Monolingual

-υ και δωρ. τ. ῥοδόπαχυς και αιολ. τ. Fροδόπαχυς και βροδόπαχυς, Α
αυτός που έχει ρόδινα χέρια, ρόδινους βραχίονες (α. «Εὐνίκη ῥοδόπηχυς», Ησίοδ.
β. «Ἀῶ τὸν ροδόπαχυν», θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πῆχυς (πρβλ. λευκό-πηχυς, χρυσό-πηχυς)].