ῥοδόπηχυς
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
English (LSJ)
Dor. etc. ῥοδόπαχυς, Aeol. βροδόπαχυς, βροδόπαχυ, gen. ῠος, rosy-armed, h.Hom.31.6, Hes.Th.246,251, B.12.96, Theoc.2.148, Anacreont.53.21.
German (Pape)
[Seite 846] rosenarmig; H. h. 31, 6; Hes. Th. 247. 251; Χάριτες, Sappho 22; νύμφαι, Anacr. 54, 2; a. sp. D.; auch σαῦρα, Strat. 81 (XII, 242).
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. εος;
aux bras de rose.
Étymologie: ῥόδον, πῆχυς.
Russian (Dvoretsky)
ῥοδόπηχυς: дор. ῥοδόπᾱχυς 2, gen. εος с розовыми руками, розоворукий (Ἠώς HH: νύμφαι Anacr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ῥοδόπηχυς, ῥοδόπηχυ, gen. ῥοδοπήχυος, Aeol. βροδόπαχυς, Dor. ῥοδόπαχυς, rozenarmig, met rozige armen.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοδόπηχυς: Δωρ. -πᾱχυς, υ, γεν.-υος, ἐπὶ τῆς Ἠοῦς, ἡ ἔχουσα ῥοδόχροους βραχίονας, Ὁμ. Ὕμν. 31. 6, καὶ ἐπὶ ἄλλων, Εὐνείκη ῥοδόπηχυς Ἡσ. Θεογ. 247, 251, Σαπφὼ 69, Θεόκρ. 2. 148, κτλ.
Greek Monolingual
-υ και δωρ. τ. ῥοδόπαχυς και αιολ. τ. Fροδόπαχυς και βροδόπαχυς, Α
αυτός που έχει ρόδινα χέρια, ρόδινους βραχίονες (α. «Εὐνίκη ῥοδόπηχυς», Ησίοδ.
β. «Ἀῶ τὸν ροδόπαχυν», θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πῆχυς (πρβλ. λευκόπηχυς, χρυσόπηχυς)].
Greek Monotonic
ῥοδόπηχυς: Δωρ. -πᾱχυς, -υ, γεν. -υος, αυτός που έχει ρόδινους βραχίονες, τριανταφυλλένια μπράτσα, επίθ. της Ηούς, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. κ.λπ.
Middle Liddell
ῥοδό-πηχυς, δοριξ ῥοδό-πᾱχυς, υ,
rosy-armed, Hhymn., Hes., etc.