-ή, -ό, Ν ρουφώ1. αυτός που τρώγεται ή πίνεται με ρούφηγμα («ρουφηχτά αβγά»)2. φρ. «ρουφηχτό φιλί» — παρατεταμένο φιλί με παράλληλη κίνηση ρόφησης.