ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
το, Ν
1. φίλημα («ανάρια ανάρια το φιλί για νά 'χει νοστιμάδα», παροιμ.)
2. βλ. φελί
3. φρ. «το φιλί του Ιούδα» — προδοσία από πρόσωπο που υποκρινόταν τον φίλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλεῖν, απρμφ. του ρ. φιλῶ (πρβλ. φαγί < φαγεῖν)].