Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ρόμμα
Greek Monolingual
τὸ, Α το ῥόφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του ῥόφημα (> ῥόφμα > ρόμμα). Το ρ. ῥόφω που παραδίδει το Μέγα Ετυμολογικόνείναιμάλλονεπινόηση τών γραμματικών, προκειμένου να δικαιολογήσουν τα ῥόμμα, ῥοπτός.