Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επινόηση

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

η (Α ἐπινόησις) επινοώ
1. η πράξη του επινοώ, η σύλληψη μιας ιδέας, η εφεύρεση
2. η ίδια η ιδέα που συλλαμβάνει κανείς, το επινόημα.