σάγανα
English (LSJ)
σκεπάσματα, περιβόλαια, Hsch. (cf. ἄγανα and σαγήνη).
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκεπάσματα, περιβόλαια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συμφυρμό τών λ. ἄγανα και σαγήνη.
σκεπάσματα, περιβόλαια, Hsch. (cf. ἄγανα and σαγήνη).
Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκεπάσματα, περιβόλαια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συμφυρμό τών λ. ἄγανα και σαγήνη.