σάρωθρο

Greek Monolingual

το / σάρωτρον, ΝΜ
η σκούπα
νεοελλ.
φρ. α) «ηλεκτρικό σάρωθρο» — απορροφητήρας, ηλεκτρική σκούπα
β) «μηχανικό σάρωθρο»
τεχνολ. αυτοκινούμενο συνήθως μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών οδοστρωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαρῶ(-ώνω) + επίθημα -τρον / -θρο (πρβλ. στέγασ-τρον, βάρα-θρο)].