σένα

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
η σκηνή («και τρέχοντας σε μια μεριά κι εις άλλη τσι σένας στρεπιτάρουσι», Ερωφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scana < λατ. scaena < σκηνή].
(II)
η, Ν
βλ. σέννα.