σέσυφος

English (LSJ)

πανοῦργος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σέσυφος: «πανοῦργος» Ἡσυχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «πανοῦργος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. Σίσυφος.