σέως

English (LSJ)

ὁ, = σεισμός, dub. in Alc.26; v.l. σέος.

Greek Monolingual

και δ. αν. σέος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.) ο σεισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αμφβλ. γρφ.].