σήσαμος

English (LSJ)

ὁ, = σήσαμον 1.1, Gp.9.18.2, Suid.

German (Pape)

[Seite 876] ἡ, = σήσαμον, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σήσᾰμος: ὁ, (ὡς ἤδη φέρεται παρὰ τῷ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 03), = σήσαμον, Γεωπ. 9. 18, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
το φυτό σήσαμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. μεταπλασμένος τ. του σήσαμον.