σίλφιο
Greek Monolingual
το / σίλφιον, ΝΑ
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών, που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα της τάξης αστεριώδη, με 12 είδη, πολλά από τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν ως τονωτικά και αποχρεμπτικά
αρχ.
τόπος στον οποίο φυτρώνει σίλφιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης, πιθ. αφρικανικής. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. silphium].