σίτισις

English (LSJ)

-εως, ἡ, freq. f.l. for σίτησις, e.g. in Str.15.3.7, 17.1.40.

German (Pape)

[Seite 885] ἡ, = σιτισμός, Schol. Ar. Th. 957 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σίτῐσις: -εως, ἡ, συχν. διάφορ. γραφ. ἀντὶ σίτησις, ὅπερ νῦν γενικῶς διορθοῦται.