σαικωνέω

English (LSJ)

or σαικωνίζω, move, Ar.Fr.849; cf. σαλακωνίζω.

Greek (Liddell-Scott)

σαικωνέω: ἢ -ίζω, κινῶ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 674· πρβλ. σαλακωνίζω.