σακάκι

Greek Monolingual

το, Ν [[σάκ(κ)ος]]
1. ανδρικό ή γυναικείο πανωφόρι που καλύπτει το επάνω μέρος του σώματος και τα χέρια
2. μικρός σάκος, σακίδιο.