σακάτης

Greek Monolingual

ο, θηλ. σακάτισσα, Ν
άτομο που παρουσιάζει σοβαρές ή και ανεπανόρθωτες σωματικές βλάβες, ανάπηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sakat].