σακέλλα

Greek Monolingual

σάκελλα και σάκκελα, σακέλλα, σακέλλη, ἡ, Μ
1. βαλάντιο, πουγγί
2. επισκοπική φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. saccellus «μικρός σάκος, βαλάντιο»].