πουγγί

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

το / πουγγίον και πουγγίν, ΝΜ
1. είδος πορτοφολιού, σακούλι («και τον πατριάρχην χάριν δέκα πουγγία απέστειλε», Καισάρ.)
2. συνεκδ. χρηματικό απόθεμα, κομπόδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πουγγίον, υποκορ. του πούγγα].