σαλάβη

English (LSJ)

ἡ, v. σαλάμβη; also σάλαβος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 859] ἡ, = σαλάμβη, Phot. aus Soph.

Russian (Dvoretsky)

σᾰλάβη: (λᾰ) ἡ v.l. = σαλάμβη.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰλάβη: ἡ, ἴδε ἐν λ. σαλάμβη. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σαλάβη· θύρας ὀπή».

Greek Monolingual

ἡ, Α
(δ. γρφ.) βλ. σαλάμβη.