σαλαγέω

English (LSJ)

A = σαλάσσω (cf. παταγέω = πατάσσω), Opp.C.4.74 (where, however, there is a tmesis of ἐπισαλαγέω), 3.352.
2 trans., sens. obsc., = subagito, Orac. ap. Luc.Alex.50.

German (Pape)

[Seite 859] = σαλάσσω, wozu es sich verhält, wie παταγέω zu πατάσσω; Hesych. erkl. ταράττειν; bei Luc. Alex. 50 = βινέω; übh. brausen, vom Winde, σαλαγεῦντος νότοιο, Opp. Cyn. 4, 74, was auch 3, 332 herzustellen scheint.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαλαγέω [σάλος] neuken.

Russian (Dvoretsky)

σᾰλᾰγέω: Luc. = βινέω.

Greek (Liddell-Scott)

σαλᾰγέω: σαλάσσω, ὡς παταγέω = πατάσσω, κροτῶ, ἠχῶ, βούζω, σαλαγεῦντος ἐπὶ δνοφεροῖο νότοιο Ὀππ. Κυν. 4. 74 (ἔνθα ὅμως ὑπάρχει τμῆσις τοῦ ἐπισαλαγέω), 3. 352. 2) μεταβ., ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, = ὀπυίω, βινέω, subagito, Λουκ. Ἀλεξ. 50. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σαλαγεῖ· ταράσσει».

Frisk Etymological English

σαλάκων a.o.
See also: s. σάλος.

Frisk Etymology German

σαλαγέω: σαλάκων u.a.
{salagéō}
See also: s. σάλος.
Page 2,673