σαλητόν

English (LSJ)

v. σάρητον.

Greek (Liddell-Scott)

σαλητόν: «Σοφοκλῆς Ἀνδρομέδᾳ (ἀποσπ. 123). Ἀντίπατρος βαρβαρικὸν χιτῶνα».

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) βλ. σάρητον.