σαμπό

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ. είδος ξύλινου πέδιλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sabot < γαλλ. savate «παλιό, φθαρμένο παπούτσι», κατ' επίδραση του botte «υπόδημα»].