σαραντάρης

Greek Monolingual

ο, θηλ. σαραντάρα και σαραντάρισσα, Ν
άνθρωπος, άνδρας ή γυναίκα, σαράντα ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + κατάλ. -άρης (πρβλ. τριαντάρης)].