σαρκοτυπής

English (LSJ)

σαρκοτυπές, smiting on the flesh, Orac. ap. Phleg.Fr.37 J.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που χτυπά τη σάρκα, το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -τυπής (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. στερνοτυπής].