σαρκώνω

Greek Monolingual

σαρκῶ, -όω, ΝΜΑ σάρξ, σαρκός]
1. καλύπτω με σάρκα και, ιδίως, κλείνω πληγή, επουλώνω τραύμα ή έλκος
2. παθ. σαρκώνομαι
(για τον Ιησού Χριστό) ενσαρκώνομαι, λαμβάνω ανθρώπινη υπόσταση («καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου», Σύμβ. Πίστ.)
αρχ.
1. καθιστώ κάποιον σαρκώδη, ισχυρό, ενδυναμώνω
2. (για ανδριαντοποιό ή για χαλκουργό) μεταβάλλω κάτι σε σάρκα
3. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) σεσαρκωμένος
σαρκώδης.