ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
και ενδυναμώ (AM ἐνδυναμῶ, -όω)ενισχύω, ισχυροποιώνεοελλ.(για πράγμ.) στερεώνω, καθιστώ σταθερότερο.