ενδυναμώνω

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

Greek Monolingual

και ενδυναμώ (AM ἐνδυναμῶ, -όω)
ενισχύω, ισχυροποιώ
νεοελλ.
(για πράγμ.) στερεώνω, καθιστώ σταθερότερο.