ενδυναμώνω

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

και ενδυναμώ (AM ἐνδυναμῶ, -όω)
ενισχύω, ισχυροποιώ
νεοελλ.
(για πράγμ.) στερεώνω, καθιστώ σταθερότερο.