σβουριχτός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν σβουρίζω
1. περιστρεφόμενος
2. μτφ. γρήγορος και δυνατός
3. το θηλ. ως ουσ. η σβουριχτή
δυνατό χαστούκι.